μπερμπάντης

μπερμπάντης
και μπιρμπάντης, ο, θηλ. -ισσα
1. γυναικάς, ακόλαστος
2. φαύλος, αχρείος
3. γλεντζές
4. έξυπνος, τετραπέρατος, τσαχπίνης, πονηρός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. birbante].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • μπερμπάντης — ο (λ. ιταλ.), άντρας γλεντζές και γυναικάς, πονηρός, έξυπνος: Ο σύζυγός της είναι μπερμπάντης …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μπερμπαντάκος — ο [μπερμπάντης] υποκορ. τού μπερμπάντης («πάντα βρίσκει έναν τρόπο να ξεφεύγει ο μπερμπαντάκος») …   Dictionary of Greek

  • μπερμπαντεύω — και μπιρμπαντεύω [μπερμπάντης] είμαι ή γίνομαι μπερμπάντης, επιδίδομαι σε διασκεδάσεις και ξεφαντώματα με γυναίκες («όλη τη νύχτα μπερμπαντεύει και το πρωί κοιμάται») …   Dictionary of Greek

  • μάγκας — ο, θηλ. μάγκισσα 1. (το αρσ.) (κατά την τουρκοκρατία και κατά την επανάσταση τού 1821) άτακτος στρατιώτης που ανήκε σε μια μάγκα 2. (στο παρελθόν) νέος χωρίς βιοποριστικό επάγγελμα που περιφερόταν στους δρόμους και ζούσε από θελήματα ή και… …   Dictionary of Greek

  • μπερμπάντικος — η, ο, θηλ. και ια [μπερμπάντης] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε μπερμπάντη ή αυτός που ταιριάζει σε μπερμπάντη. επίρρ... μπερμπάντικα με μπερμπάντικο τρόπο, με αχρειότητα, με πονηριά …   Dictionary of Greek

  • μπερμπαντιά — η [μπερμπάντης] 1. η ιδιότητα τού μπερμπάντη, φαυλότητα, ακολασία, πονηριά 2. πράξη η οποία ταιριάζει σε μπερμπάντη («ποιος ξέρει τί μπερμπαντιές θα σκαρώσει πάλι!») …   Dictionary of Greek

  • μπιρμπάντης — ο βλ. μπερμπάντης …   Dictionary of Greek

  • berbant — BERBÁNT, berbanţi, s.m. (înv. şi fam.) Bărbat afemeiat, crai. – Din ngr. berbántis. Trimis de paula, 02.06.2002. Sursa: DEX 98  BERBÁNT s. v. afemeiat, crai. Trimis de siveco, 13.09.2007. Sursa: Sinonime  berbánt s. m …   Dicționar Român

  • μπερμπαντεύω — μπερμπάντεψα, γίνομαι μπερμπάντης, ζω άστατη ζωή, επιδίδομαι σε διασκεδάσεις και ηδονές: Τώρα που έμεινε χήρος μπερμπαντεύει …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φιλαράκος — ο 1. υποκορ. του φίλος.2. (ειρωνικά), πονηρός, κατεργάρης, μπερμπάντης: Σ έπιασα, φιλαράκο, στα πράσα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”